- ψυχαπάτης
- ὁ, Α1. αυτός που εξαπατά την ψυχή2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκ-απάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχαπάτης — ψῡχαπάτης , ψυχαπάτης beguiling the soul masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαπάται — ψῡχαπάται , ψυχαπάτης beguiling the soul masc nom/voc pl ψῡχαπάτᾱͅ , ψυχαπάτης beguiling the soul masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχαπάτην — ψῡχαπάτην , ψυχαπάτης beguiling the soul masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)